-
1 Material
subs.Composition: P. σύστασις, ἡ; see Composition.Cloth: P. and V. ὕφασμα, τό.Both embroidered and plain materials: P. ὑφαντά τε καὶ λεῖα (Thuc. 2, 97).Material for: P. and V. ἀφορμή, ἡ (gen.).He who has supplied the material for my speech would most justly incur this charge: P, ὁ τὰ ἔργα παρεσχηκὼς περὶ ὧν εἰσὶν οἱ λόγοι δικαιότατʼ ἂν ταύτην ἔχοι τὴν αἰτίαν (Dem. 576).——————adj.Essential: P. and V. ἀναγκαῖος.To the point: P. πρὸς λόγον.Important: P. and V. πολλοῦ ἄξιος, P. διάφορος, ἀξιόλογος.Material interests, property: P. and V. χρήματα, τά.Gain: P. and V. κέρδος, τό.Philosophically, consisting of matter: P. σωματοειδής (Plat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Material
См. также в других словарях:
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть … Православная энциклопедия
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek
νιφάδα — η (ΑΜ νιφάς, άδος) καθένα από τα κρυσταλλικά κομμάτια χιονιού που αιωρείται και πέφτει στη γη, τουλούπα αρχ. 1. (με περιλπτ. σημ.) χιόνι («ὡς δ ὅτ ἂν ἐκ νεφέων πτῆται νιφὰς ἠέ χάλαζα ψυχρὴ ὑπὸ ῥιπῆς αἰθρηγενέος Βορέαο», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. καθετί… … Dictionary of Greek
οργή — η (ΑΜ ὀργή) έντονη ψυχική διέγερση από κάτι δυσάρεστο ή προσβλητικό που εκδηλώνεται με βίαιη συμπεριφορά, η αγανάκτηση νεοελλ. φρ. α) «δίνω τόπο στην οργή» συγκρατώ τον θυμό μου και τα νεύρα μου, υποχωρώ β) «θεία οργή» ή «οργή θεού» μεγάλη… … Dictionary of Greek
συνιππάζομαι — ΜΑ, και ενεργ τ. συνιππάζω Μ ιππεύω μαζί με ἄλλους, μετακινούμαι έφιππος μαζί με άλλους («συνιππαζομένου Σκύθαις», Πλούτ.) μσν. μτφ. συνακολουθώ, παρέπομαι («λόγοι πνευματικοὶ βίον σεμνόν μὴ ἔχοντες συνιππάζοντα στάχυές εἰσιν ἀνεμόφθοροι», Παλλάδ … Dictionary of Greek
ИОАНН ДАМАСКИН — Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) [греч. ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκήνος, ὁ Χρυσορρόας, лат. Ioannes Damascenus] (2 я пол. VII в., Дамаск до 754 г.), прп. (пам … Православная энциклопедия